- αρχίφωτος
- ἀρχίφωτος, -ον (AM)αυτός ο οποίος είναι η αρχή ή η πηγή του φωτός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
началосветлый — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} прил. (греч. ἀρχίφωτος) являющийся источником света. Радуйся … Словарь церковнославянского языка
αρχίφαντος — ἀρχίφαντος, ο (Μ) ο αρχίφωτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχι * + φαντος < φαίνω, ομαι] … Dictionary of Greek
αρχι- — (AM ἀρχι ). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων (κυρίως διοικητικών όρων) της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, καθώς επίσης και ξένων, ελληνογενούς ή μη προελεύσεως, τύπων. Το αρχι , το οποίο λίγο μετά την Ομηρική εποχή άρχισε να αντικαθιστά το… … Dictionary of Greek
ՍԿԶԲՆԱԼՈՅՍ — (լուսի.) NBH 2 0719 Chronological Sequence: 5c, 8c, 10c գ.ա. ἁρχίφωτος lucis princeps, origo, auctor. Առաջին լոյս. աղբիւր լուսոյ. լուսաբան. նախկին լուսատու. *Սկզբնալոյսն հայր: Հայելիս ընդունելիս սկզբնալուսին եւ աստուածպետականի ճառագայթին: Ի ձեռն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)